Κυριακή 4 Μαΐου 2014

Αγριολούλουδο της Ελπίδας...



Ξημέρωσε και το ηλιοβασίλεμα την βρήκε πάλι μόνη και ανήσυχη.. Να τριγυρνά σε ξένους τόπους, άγνωστα δάση, περίεργα μονοπάτια.. Αλλά και ποιος ορίζει άραγε το ξένο; Μήπως τελικά ανήκει πουθενά η φύση; 
Κι αν όντως ανήκει, τότε ποιος καθορίζει τις αποχρώσεις του ουράνιου τόξου; Ποιος αποφασίζει τα σχήματα στα φτερά μια πεταλούδας; Ποιος διαθέτει τόση μαεστρία, ώστε να σχεδιάζει τόσο θαυμαστές, τόσο ξεχωριστές μορφές, σε κάθε του σύννεφο;

Αχ, τι αναρωτιέται πάλι... "Σύνερθε, Ελπίδα, σύνερθε, όσο είναι νωρίς!", άκουγε την ηχώ της φωνής του μέσα στα βουνά του μυαλού της, ξανά και ξανά και ξανά.. Τι έφταιγε κι αυτός να προσπαθεί διαρκώς να περισώσει λιγοστά πνιγμένα όνειρα και κάτι καμμένες φιλοδοξίες. Τι ευθύνη είχε που η ίδια, κατα καιρούς, χανόταν μέσα στους κλειδωμένους ουρανοξύστες των αναπάντητων ερωτημάτων της και ξεχνούσε την έξοδο. Έπρεπε να το πάρει απόφαση πως σε αυτόν τον πόλεμο ήταν αυτή και ο εαυτός της. Όχι γιατί "δεν την αγαπούσε κανείς" ή "δε νοιαζόταν", αλλά γιατί μόνο εκείνη γνώριζε το δρόμο στο Λαβύρινθο της απαισιοδοξίας της.

Μάλλον έπρεπε να σταματήσει να αναλύει λεπτομερώς πάντοτε και τα πάντα. Αυτό τουλάχιστον πίστευαν όλοι γύρω της, κατηγορηματικά. Πόσο εύκολα κατρακρυλούν τα λόγια, ώρες- ώρες,  ε; Πόσο άκοπα φυτρώνουν εδώ κι εκεί νέοι κανόνες, καινούργιες συμβουλές, άγνωστα μέχρι τώρα "πρέπει"; Μα μήπως όντως η ζωή είναι απλή; Περπατούσε τόσες ώρες, χωρίς ανάσα σχεδόν, κι όμως δεν έπαψε ούτε λεπτό να αφομοιώνει όσα την περιέβαλαν, να τα απορροφά, να τα επεξεργάζεται και να εξάγει πρωτόγνωρα, κάθε φορά, συμπεράσματα, ερμηνείες, νοήματα... Επιθυμούσε μετά μανίας να προσδώσει ένα αίτιο ύπαρξης, ακόμα και σε κάθε πετρούλα, σε κάθε αθώο δέντρο που συναντούσε στο δρόμο της. Είχε τάχα την ανάγκη να κατανοήσει το σχεδιασμό των φύλλων, τα χρώματα των ανθών τους, τις θέσεις και τις ρίζες τους..

Δεν έχουν όλα κάποιο συγκεκριμένο νόημα, Ελπίδα μου.  Αλλά ακόμη κι αν, πράγματι, έχουν, πιστεύεις, ειλικρινά, πως είναι δυνατό να γνωρίζεις τα πάντα; Δεν υποτιμώ τη νοημοσύνη σου, ούτε τις ικανότητες σου. Μόνο νομίζω πως στη μάχη σου να γίνεις υπεράνθρωπος, ξέχασες το πιο απλό, το πιο ταπεινό, αλλά και το πιο σπουδαίο. Να είσαι άνθρωπος. Που θα σε ωφελήσουν αλήθεια οι απέραντες πληροφορίες, η ακατάπαυστη μελέτη, οι αέναες σπουδές; Τοποθετείς τον εαυτό σου σ' ένα μάταιο αγώνα δρόμου, προσπαθώντας να προλάβεις..τι ακριβώς; Oύτε κι εσύ ξέρεις..

Τόσες ατέρμονες φιλοσοφίες, κι όμως δεν παρατήρησες εκείνο το μικρό μικρό λουλουδάκι στην άκρη του μονοπατιού σου. Δε σε αδικώ γι' αυτό. Είναι τόσο καλά κρυμμένο, ανάμεσα στις πυκνά αγριόχορτα, που ούτε τ' αστέρια δεν το κοιτάζουν. Καμιά φορά το ξεχνούν μέχρι κι οι πεταλούδες, λες κι είναι καταραμμένο, σαν να κουβαλάει στην πλάτη του ένα τσουβάλι αμαρτίες. Μην φοβάσαι να το πλησιάσεις, όσα αγκάθια κι αν το περικυκλώνουν. 

Είναι δικό σου, μόνο δικό σου.  Για τον καθένα μας, κάπου εκεί έξω, υπάρχει ένα τέτοιο λουλούδι. Κάποια είναι πιο ανεπτυγμένα, πιο εντυπωσιακά, πιο περιποιημένα, ενώ άλλα ρίχνονται στην φωτιά μουντών και άχαρων χρωμάτων. Ποτίζονται αποκλειστικά καιμόνο από τις σταγόνες τις ευτυχίας του καθενός.

Βλέπεις το δικό σου, Ελπίδα; Η δουλειά, τα χρήματα, οι επιτυχίες, η κοινωνική σου καταξίωση, τίποτε από όλα αυτά δεν είναι ικανό, από μόνο του, να συμβάλει στη θρέψη και την ανάπτυξή του, αν εσύ δε χαμογελάς. Καμία σταγόνα δεν ρουφούν οι ρίζες του, όταν εσύ εγκιβωτίζεις τον εαυτό σου στις ίντσες της θλίψης, του αδικαιολόγητου πεσιμισμού και του παθογόνου άγχους.

Απελευθερώσου επιτέλους από τα δεσμά της φυλακής που η ίδια δημιούργησες. Ο κόσμος είναι εκεί, έξω από τους τέσσερις τοίχους του διαμερίσματός σου, μακριά απ' τις αμέτρητες σελίδες των βιβλίων σου, πέρα απ' τα κιτρινισμένα φύλλα των υπεραναλύσεων σου. 


Το μόνο που χρειάζεται είναι να αλλάξεις φακούς στα γυαλιά της μονοδιάστατης σκέψης σου και να αρχίζεις να παρατηρείς τα χρώματα της ηρεμίας, του εγκάρδιου ενθουσιασμού, της γνήσιας αγάπης και της θάλασσας της ψυχαγωγίας. Όχι να τα εξηγείς, μόνο να τα κοιτάζεις. Μόνο να ρουφάς την αγαλλίαση που προσδίδουν. Να βάλεις επιτέλους το πρώτο λιθαράκι στην οικοδόμηση γεφύρων προς τη δικιά σου λίμνη χαράς και ευτυχίας.

Και θυμίσου: το λουλουδάκι αυτό δεν ανήκει στην φαντασία κάποιου ταλαντούχου συγγραφέα, ή ενός απλά αθεράπευτα ονειροπόλου περιηγητή. Βρίσκεται εκεί και διψά κάθε λεπτό, ζητώντας μόνο να πιεί από τις πηγές του δικού σου χαμογελου. Μη δέχεσαι τις στερεύσεις.

Ορκίσου.